- σημειωμένος
- -η, -ο, Νβλ. σημειώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημειωμένος — η, ο ανάπηρος, σημαδεμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάγραπτος — ἀνάγραπτος, ον (ΑΜ) [ἀναγράφω] ο καταχωρισμένος σε έγγραφο αρχ. 1. γραμμένος σε επίσημο κείμενο, εμπεριεχόμενος σε δημόσια επιγραφή «εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεί ἀνάγραπτος» (Θουκ. 1, 129) 2. απαθανατισμένος, ένδοξος 3. σημειωμένος με… … Dictionary of Greek
ασημείωτος — η, ο (Α ἀσημείωτος, ον) ο απαρατήρητος νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σημειωθεί ή δεν έχει καταγραφεί 2. εκείνος που δεν είναι σημειωμένος» που δεν έχει δηλαδή σωματικό ελάττωμα αρχ. 1. όποιος δεν έχει διακριτικά σημεία 2. εκείνος στον οποίο δεν… … Dictionary of Greek
μαρκάρω — και μαρκαρίζω 1. βάζω μάρκα πάνω σε ένα αντικείμενο, χαράσσω ή σταμπάρω κάποιο αντικείμενο με χαρακτηριστικό εμπορικό ή αναγνωριστικό σήμα («μαρκάρισα τα μαντίλια μου») 2. διακρίνω, ξεχωρίζω με το βλέμμα μου κάποιον ανάμεσα σε πολλούς («τόν… … Dictionary of Greek
πολύγραμμος — η, ο / πολύγραμμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που είναι σημειωμένος με πολλές γραμμές 2. αυτός που αποτελείται από πολλές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ γραμμος] … Dictionary of Greek
σημειόχριστος — ον, Μ αυτός που είναι σημειωμένος με το σημείο τού Χριστού, με τον σταυρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + Χριστός] … Dictionary of Greek
σημειώνω — σημειῶ, όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [σημεῑον] 1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῡτα γὰρ νῡν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.) 2. υπολογίζω σοβαρά κάτι,… … Dictionary of Greek
σκολιόγραπτος — ον, Α σημειωμένος, χαραγμένος με στραβές γραμμές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «κυρτός, στραβός» + γραπτός (< γράφω)] … Dictionary of Greek
σημειώνομαι — σημειώνομαι, σημειώθηκα, σημειωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασημείωτος — η, ο επίρρ. α 1. ασημάδευτος (βλ. λ.). 2. εκείνος για τον οποίο δεν κρατήθηκε σημείωση ή τον οποίο δεν πρόσεξε κανείς: Ξέχασα μερικά έξοδα ασημείωτα. 3. αυτός που δεν είναι σημειωμένος, παραμορφωμένος σωματικά: Τέτοιος που ήταν, ο Θεός δεν τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)